- ναυτίλος
- (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο- η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα σε συνεχόμενους θαλάμους που γίνονται ευρύτεροι από το εσωτερικό προς το εξωτερικό: διακρίνονται εκεί ο αρχικός θάλαμος, στο κέντρο, οι ενδιάμεσοι θάλαμοι κι ο εξωτερικός, που είναι ο μεγαλύτερος και χρησιμεύει για την υποδοχή του ζώου. Ο ν. εκκρίνει με τον μανδύα του πρώτα τον κεντρικό θάλαμο και κατόπιν τα άλλα διαμερίσματα - διατηρεί όμως την επικοινωνία με τα εσωτερικά διαμερίσματα μέσω λεπτής επιμήκυνσης του σώματος, του σίφωνα, ο οποίος διασχίζοντας κάθε διάφραγμα φτάνει ως το βάθος του κεντρικού θαλάμου. Οι εσωτερικοί θάλαμοι είναι γεμάτοι αέρα και φαίνεται ότι εκπληρώνουν υδροστατική λειτουργία. Το κεφάλι του ν. είναι εφοδιασμένο με μεγάλα μάτια αρχέγονης δομής, με μασητικά όργανα και ξύστρο, καθώς και με πολυάριθμους νηματοειδείς πλοκάμους, προορισμένους να συλλαμβάνουν τη λεία. Η αναπνοή γίνεται με τέσσερα πτεροειδή βράγχια - η καρδιά περιλαμβάνει μια μόνο κοιλία και τέσσερις κόλπους. Ο ν. ζει κυρίως στις θερμές ζώνες του δυτικού Ειρηνικού. Το όστρακό του χρησιμοποιείται μερικές φορές, ύστερα από κατεργασία, ως διακοσμητικό αντικείμενο.
(Παλαιον.) Το αρχαιότερο ναυτιλοειδές που είναι γνωστό (borborthella) έζησε κατά το κατώτερο κάμβριο. Το όστρακο του, όπως και πολλών άλλων παλαιοζωικών γενών (orthoceras, endoceras, achinoceras, gompoceras) δεν έφερε ακόμα περιελίξεις. Η μέγιστη διάδοση της ομάδας αυτής ναυτιλοειδών παρατηρήθηκε κατά το σιλούριο. Το γένος ναυτίλος (nautilus) εξαφανίστηκε κατά την Τριαδική περίοδο.
Σχέδιο ναυτίλου σε κατά μήκος τομή: α) μυϊκή προσκόλληση στο όστρακο? β) φωλεοδομικός αδένας? γ) χοάνη? δ) πλόκαμοι? ε) κεφαλικό κάλυμμα? ζ) οφθαλμός? η) μανδυακή πτυχή? θ) σίφωνας.
Ναυτίλος (nautilus pompilius) στο φυσικό περιβάλλον του.
Τομή κατά μήκος ενός όστρακου του: διακρίνονται τα διαφράγματα τα οποία χωρίζουν τους θαλάμους, στον τελευταίο από τους οποίους, το μεγαλύτερο, ζει το ζώο.
* * *ο (Α ναυτίλος)1. αυτός που ασχολείται κατ' επάγγελμα με τη ναυτιλία, ναυτικός, θαλασσινός2. γένος κεφαλόποδων μαλακίωναρχ.είδος ποτηριού που ήταν κατασκευασμένο από το όστρακο τού ομώνυμου μαλακίου ή είχε σχήμα ανάλογο με αυτό το μαλάκιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ναύτης + επίθημα -ίλος (πρβλ. οργ-ίλος)].
Dictionary of Greek. 2013.